- βρίκελος
- βρίκελοςtragic maskmasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
βρικέλους — βρίκελος tragic mask masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βρίκελοι — βρίκελος tragic mask masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βρικόλακας — ο και βρυκόλακας και βρυκόλαξ και βουρκόλακας και βουλκόλακας και βουρβούλακας 1. ο νεκρός που βγαίνει από τον τάφο και κακοποιεί τους ζωντανούς 2. αυτός που περιπλανιέται τη νύχτα σε έρημους τόπους 3. κάποιος που φέρνει δυσάρεστες αναμνήσεις και … Dictionary of Greek